-
1 ἐπί-κειμαι
ἐπί-κειμαι (s. κεῖμαι), = ἐπιτέϑειμαι, darauf, darüber gesetzt sein, liegen; ϑύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od. 9, 16, Thüren waren davor u. verschlossen; vgl. ϑύραι γλώσσῃ ἐπίκεινται Theogn. 421, Thüren hemmen gleichsam die Zunge; ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος 1259; ὀφϑαλμὸς μετώπῳ, befindet sich an der Stirn, Hes. Th. 143; τοῖον ἐπι. σκύνιον βλοσυρῷ ἐπέκειτο προςώπῳ Theocr. 24. 116; ἐπικείμενος ἐπὶ πυρῆς D. C. 67, 16; νῆσοι ἐπικείμεναι τῇ Θρηΐκῃ, die dabei liegen, Her. 7, 185; ἐπὶ Λήμνου 7, 6, öfter; Thuc. 2, 14 u. öfter, Pol. u. Sp.; auch übertr., ἐπικείμενα σκώμματα, nahe liegende Scherze, Longin. 34, 2; – ἐπικείσεται ἀνάγκη Il. 6, 458, Zwang wird darauf lasten, wird obwalten; οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν, denen oblag, Plut. an seni 6; – κἀπικείσομαι βαρύς, ich werde hart bedrängen, Eur. Rhes. 101; feindlich zusetzen, ἐπικείμενος βόα Ar. Equ. 252, wie Vesp. 1285; ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο Xen. An. 4, 1, 16; gew. c. dat., ἀναγομένοισι ἐπικέατο Her. 8, 84, öfter; ἀναχωροῦντι αὐτῷ ἐπικεῖσϑαι τοὺς πολεμίους Thuc. 7, 81, öfter, wie Xen. u. Sp.; ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn. 1, 13, 8; mit Bitten zusetzen, Her. 5, 104. – Von Strafen, darauf gesetzt sein, darauf haften, ἐπικέεται ϑάνατος ἡ ζημίη ϑύσαντι Her. 2, 38, wie Thuc. 3, 70; Arist. Pol. 4, 13 u. Folgde; τηλικούτων ἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν, erwarten, drohen, Xen. Mem. 2, 1, 5. – Τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα ἐπίκειται, der Name ist den Dingen beigelegt, Plat. Crat. 411 c. – Passivisch, anhaben, auf sich liegen haben, bes. bei Sp. im partic.; ἐπικείμενον κάρα κυνέας, mit einem Helme auf dem Haupte, Eur. Suppl. 716; τοὺς καλουμένους ἄπικας ἐπικείμενοι ταῖς κεφαλαῖς D. Hal. 2, 70; κόμην Luc. Alex. 3; ἡ πρύμνα χρυσοῠν χηνίσκον ἐπικειμένη, damit versehen, Navig. 5; μυῤῥίνης στέφανον ἐπικείμενος Plut. Marcell. 22; ϑεράποντος ἐπικείμενον πρόςωπον Lysand. 23, mit der Maske; ἐσϑῆτα, ὠτειλάς, App. B. Civ. 4, 134 Mithrid. 6; ἐπικείμενος κίνδυνον, einer Gefahr ausgesetzt, B. C. 4, 124.
См. также в других словарях:
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek